- μήδομαι
- μήδομαι (Α)1. έχω κατά νου, σκέφτομαι, συλλογίζομαι («τὰ μὲν νοέω καὶ φράσσομαι, ἅσσ' ἂν ἐμοί περ αὐτῇ μηδοίμην», Ομ. Οδ.)2. (με κακή σημ.) τεχνάζομαι, μηχανώμαι, σχεδιάζω ή μελετώ κακά («τόσα γὰρ κακὰ μήσατ' Ἀχαιούς», Ομ. Ιλ.)3. (μετά τον Όμ.) επινοώ, εφευρίσκω («οἵας τέχνας καὶ πόρους ἐμησάμην», Αισχύλ.)4. (για μέλισσες) παράγω, κάνω, παρασκευάζω («τὴν μέλιτταν ξανθὸν μέλι μηδομέναν», Σιμων.)φροντίζω για κάτι, προνοώ, νοιάζομαι «θεὸς ἐπίτροπος ἐὼν τεαῑσι μήδεται... μερίμναις», Πίνδ.)5. (με αιτ. και απρμφ.) κατορθώνω κάτι με τέχνη («ἄπιστον ἐμήσατο πιστὸν ἔμμεναι» — κατόρθωσε το άπιστο να είναι πιστό, Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μήδομαι ανάγεται στην ίδια ρίζα με το ρ. μέδω/-ομαι* «κυβερνώ, προνοώ, φροντίζω». Πρόκειται μάλλον για τη βραχύφωνη ΙΕ ρίζα *med- «μετρώ, κρίνω, σταθμίζω» (βλ. λ. μέδω), τής οποίας εκτεταμένη βαθμίδα είναι το μηδ- τού μήδομαι (πρβλ. αρμ. mit-k' «σκέψεις», αρχ. άνω γερμ. māz, γερμ. Μass). Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για μακρόφωνη ρίζα *mēd-, παρεκτεταμένη μορφή τής ΙΕ ρίζας *mē- «μετρώ, υπολογίζω, σταθμίζω» (πρβλ. μέτρο, μῆτις), τής οποίας η απαθής βαθμίδα εμφανίζεται στο ρ. μήδομαι, ενώ η συνεσταλμένη mә1- εμφανίζεται στο ρ. μέδω. Για σύνθετα σε -μηδής και για ανθρωπωνύμια σε -μήδης (πρβλ. Διο-μήδης), βλ. λ. μῆδος (Ι), ενώ για ανθρωπωνύμια σε -μήστωρ (πρβλ. Ἀγα-μήστωρ, Κλυται-μήστρα), βλ. λ. μήστωρ].
Dictionary of Greek. 2013.